Σταμάτης Γαλάνης «Ερωτευμένοι σχιζοφρενείς» | Βιβλιοπρόταση για το Σ/Κ

Το The Book.Gr προτείνει γι αυτό το Σαββατοκύριακο τους «Ερωτευμένους σχιζοφρενείς» του Σταμάτη Γαλάνη από τις εκδόσεις Κάκτος.

 

Οι  «Ερωτευμένοι σχιζοφρενείς»  είναι ένα ολοκαίνουριο βιβλίο καθώς εκδόθηκε μόλις τον Δεκέμβρη που μας πέρασε. Αποτελείται από φρέσκιες αυτοτελείς ιστορίες που ακουμπάνε στο σήμερα αλλά και στο κοντινό ή λίγο μακρύτερο παρελθόν. Ο κοινός παρονομαστής είναι το ερωτικό συναίσθημα, το πάθος ή η πίστη που ένα πρόσωπο αισθάνεται για ένα άλλο πρόσωπο ή μια ζωτική ιδέα. Περί-διαβάζοντας κανείς τις σελίδες από  το ανθολόγιο του Γαλάνη ξαναζεί την αίσθηση της επιδρομής από το σφοδρό αυτό συναίσθημα του έρωτα. Που έχει  την ταση να ωθεί όποιον το νιώθει σε αλλαγές, που τον κινητοποιεί σε δράση και που φέρνει τα πάνω  κάτω στη ζωή του. Οι <<Ερωτευμένοι σχιζοφρενείς>> είναι  το τέταρτο βιβλίο του συγγραφέα ο οποίος έχει εκδόσει και συλλογές ποιημάτων.

 

Πέρα από το στιλπνό ηλιοβασίλεμα ( ή while my guitar gently wheeps)

<< Ο Αλέξανδρος γύρισε το απόγευμα από τη βόλτα του. Νωρίτερα το πρωί είχε επισκεφθεί το τοπικό ΙΚΑ, για να σφραγίσει κάποια έντυπα που του είχε ζητήσει ο λογιστής από το βιβλιοπωλείο όπου εργαζόταν. Λίγο αργότερα πέρασε μια βόλτα από το πάρκο, καθώς χρειαζόταν απομόνωση και περισυλλογή. Η Έλλη τον περίμενε στο σαλόνι. Με το που έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά για να μπει στο σπίτι, έμεινε έκπληκτος από τον ήχο του πιάνου που άκουσε. Ένας ήχος τραχύς και τρυφερός. Δεν ήταν δυνατόν να ήταν η Έλλη αυτή που έπαίζε πιάνο, σκέφτηκε. Είχε χρόνια να το αγγίξει. Ακόμα χειρότερα τερα, χρ{νια να το πλησιάσει. Το είχε παρατήσει καθώς πονούσε στην καρδιά το ότι δεν εκπλήρωσε ποτέ το όνειρό της με αυτό. Το όνειρο μιας καριέρας ή έστω μιας  μισθωτής εργασίας μαζί του. Ο Αλέξανδρος ήταν βαριά άρρωστος. Οι γιατροί του είχαν δώσει πιθανές ημερομηνίες κατάληξης. Οι θεραπείες του ήταν επίπονες. Χρονοβόρες. Κάποιες στην αρχή απέτυχαν και η κατάστασή του χειροτέρεψε. Λίγο αργοτερα, σαν ατίθαση ελπίδα, τα πράγματα έγιναν καλύτερα για κάποιο καιρό και για κάποιο λόγο. >>

 

Ο Κώστας πήρε το πινέλο του

<<Επίτρεψέ μου, τότε την επόμενη ερώτηση. Πώς το πήρες έτσι απόφαση, μια κι έξω; Τέρμα οι πωλήσεις, η αγορά κι όλη αυτή παραζάλη; Έτσι ξαφνικά παίρνω ένα πινέλο κι εξαφανίζομαι; Και πώς θα επιβιώσεις; >>

<<Για μένα τέλος. Αυτό ήταν! Είχα αρκετά. Είχα αρκετά από όλα πια. Θα έχανα τη ζωή μου, έτσι μου είπαν και κάποιοι φίλοι γιατροί. Κι εγώ σκέφτηκα ένα πράγμα, ένα τόσο απλό πράγμα που είναι και η αλήθεια, Μίλτο μου. Και πραγματικά, η αλήθεια είναι μία αδερφέ, φτάνειννα τη δεχτείς μέσα σου. Εγώ, που λες, ζωγράφιζα από μικρός. Ήθελα να γίνω ένας σπουδαίος ζωγράφος. Νά, ένας Μπομπ Ρος ας πούμε για την χώρα νς.. Είχα μεγάλα όνειρα και φιλοδοξίες. Μάλιστα σε πληροφορώ πως είχα και μπόλικες φιλοδοξίες. Μάλιστα σε πληροφορώ πως είχα και μπόλικο ταλέντο. Ζωγράφιζα ασταμάτητα και είχα αρχίσει να παρουσιάζω τους πί ακές μου δεξιά κι αριστερά. Ωστόσο η πείνα με είχε θερίσει. Η μάνα χρειαζόταν βοήθεια με το νοίκι. Τα πράγματα ήταν δύσκολα κι η απόφασή μου απερίσκεπτη. Άρπαξα μια δουλειά, έβγαλα τα πρώτα μου καλά λεφτά., εξελίχθηκα και από κει και πέρα ξεκίνησα να χορεύω έναν χορό που δεν γούσταρα. Αν κάτι ξέρεις καλά εσύ είναι ότι από καιρό πνιγόμουν.

..ε λοιπόν να με τώρα. Με την πάλετα μου στα χέρια.

Να θυμάσαι Μίλτο μου ένα πράγμα. Ένα πράγμα και μόνο ΠΆΝΤΑ ΕΠΙΣΤΡΈΦΕΙ ΣΕ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΆ ΕΊΣΑΙ. >>

 

Φύλλα χλόης τσακισμένα

Το απόγευμα ήταν ακόμα νέο και γινόταν ολοένα πιο ψυχρό. Τα χέρια πάνω στα τινόμια σφιχτά. Μνήμες ξεπετάγονταν δεξιά κι αριστερά απ’ τα στενά. Σε χρώμα κίτρινο, θερμό, λησμονημένο. Όπως τα πρ{σωπα σε μια παλιά φωτογραφία. Οι ψιχάλες σταμάτησαν να βρέχουν πλέον τα κράσπεδα.

Ήταν κοντά. Στο <<λίγο>> ή το <<πολύ>> του καθενός. Δεν ε>χε πλέον σημασία. Εκεί δεν υπήρχε πλέον χώρος για θλίψεις και παράφρονες μετάνοιες. Δεν υπήρχε πόλεμος. Δεν υπήρχε σύρραξη. Καμιά σφαίρα καμιά αιτία για επανάσταση. Καμιά ουτοπία, καμιά δυστοπία. Καμιά αιτία για γνώση, απόγνωση ή ανάφλεξη. Σε κείνο το λιβάδι τα πολυβόλα έγινα φυλλοβόλα. Και πέσαν χάμω πέτρες, σφαίρες και άνθρωποι, σαν φύλλα χλόης τσακισμένα. Έφτασαν. Βγάλανε τα γυαλιά και τα μπουφάν.

<<Καλώς ήρθες, σχιζοφρένεια. Σε περίμενα>>, της είπε.

<<Καλώς σε βρήκα, φάρμακό μου. Σε νοστάλγησα>>, του απάντησε.

Καλή ανάγνωση!

 

2