Γεννημένη στην Αθήνα η Άννα Δαμιανίδη σπούδασε Νομικά και Γαλλική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη.  Συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι (Δημοσιογραφία) και διάφορα άλλα πράγματα στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος από το 1975. Έκανε ρεπορτάζ κι έγραψε πολλά χρονογραφήματα στην Αυγή, στα Νέα, στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Μετέφρασε κάποια βιβλία κι έγραψε και μερικά δικά της, εκ των οποίων δύο παιδικά, γραμμένα την εποχή που μεγάλωνε τα παιδιά της.

 

 

 

Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα “Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο” που έδωσε την αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη.

 

 

Σχεδόν 45  χρόνια μετά τις «Ξυπόλυτες», το τελευταίο σας μυθιστόρημα «Δύο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο» (εκδόσεις Μεταίχμιο), που κυκλοφόρησε πριν από έξι μήνες, συνεχίζει δυναμικά τη συγγραφική σας πορεία. Μιλήστε μας για αυτή τη νέα κυκλοφορία, αλλά και για την πορεία της έξι μήνες μετά.

 

Μετά τις «Ξυπόλυτες» βγήκε μια συλλογή διηγημάτων, ένα μεγαλύτερο μυθιστόρημα, μια συλλογή χρονογραφημάτων και μια νουβέλα. Ακολούθησαν δύο παιδικά με συλλογές παραμυθιών. Αραιή παραγωγή βιβλίων, όπως γίνεται συνήθως με τους δημοσιογράφους. Έχουμε τη δουλειά μας, το καθημερινό τρέξιμο, και ζούμε με τον καημό να βγάλουμε κάτι που θα είναι λιγότερο εφήμερο.

Τώρα που αποφάσισα να χαλαρώσω τη σχέση μου με την επικαιρότητα και να γράφω λιγότερα χρονογραφήματα σε εφημερίδες, ασχολήθηκα με το υλικό που μαζευόταν στα συρτάρια επί χρόνια. Με κάποιο μέρος του υλικού. Έχω θετικές αντιδράσεις. Χαίρομαι που το αποφάσισα.

 

 

 

Γεγονότα που έχετε ζήσει, ακούσει ή ακόμα πλάσει η φαντασία σας αποτελούν το υλικό του εν λόγω βιβλίου, όπως έχετε πει σε πρόσφατή σας συνέντευξη. Οι μνήμες και η φαντασία, που εδώ ακολουθεί πάντα το παιχνίδι της γνώσης και της άγνοιας, κάτω από ποιες συναρτήσεις μπορούν να παράξουν ένα άρτιο αποτέλεσμα;

 

Η συνάρτηση είναι οι χαρακτήρες. Να πλάσεις τα πρόσωπα. Από αυτά εξαρτώνται όλα, να είναι πειστικοί, αληθινοί χαρακτήρες, όσο γίνεται, αυτοί είναι η βάση. Και η φαντασία και η μνήμη, όσο πλούσιες κι αν είναι, πρέπει να γονιμοποιηθούν από τα πρόσωπα, να αγκιστρωθούν στα πρόσωπα, να γίνουν ένα.

 

 

Με εκπλήσσει στα νέα παιδιά ότι δεν σηκώνονται ποτέ σε λεωφορεία και τρένο, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, να παραχωρήσουν τη θέση τους σε ηλικιωμένους, όπως κάνουν οι νέοι σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα που έχω ταξιδέψει, ακόμα και στην Τουρκία. Αυτό δείχνει ότι καλλιεργείται στις οικογένειες εγωισμός και αντικοινωνικότητα, η νοοτροπία ότι δεν μας αφορά ο κοινωνικός χώρος…

 

«…η Μαργαρίτα μας όντως ήταν ασχημούλα και συχνά έβλεπες στο πρόσωπό της ένα είδος παράπονου όταν χάζευε τη Λυδία, με το τριανταφυλλένιο στόμα, να φτιάχνει τα πλούσια ξανθά μαλλιά της. Το έβλεπα ή νόμιζα πως το βλέπω από τα πολλά που είχα ακούσει να λέει η μάνα μου;». Ένα σημείο στο βιβλίο σας που ο αναγνώστης δεν μπορεί να μη σταθεί και να μην αναρωτηθεί αν πολλές από τις εκτιμήσεις που έχουμε για τον περίγυρό μας είναι όντως δικές μας ή απλά ασπαζόμαστε τα πιστεύω των άλλων και δη των δικών μας. Εσείς έχετε πέσει θύμα «χειραγώγησης» της κρίσης σας για τους άλλους; Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο εμφατικό παράδειγμα;

 

Είναι δυνατόν να μην επηρεάζεται κάποιος από τους γονείς του κι από αυτά που τους ακούει να λένε; Όταν είσαι παιδί, οι εντυπώσεις δεν μπορούν να μπουν σε λέξεις από μόνες τους, σε καθοδηγούν οι γονείς, σε μαθαίνουν να βλέπεις και να σκέφτεσαι. Κι ύστερα έρχονται οι άλλοι δάσκαλοι, τα βιβλία, οι φίλοι, η τηλεόραση, το κοινωνικό περιβάλλον.

Η ηρωίδα μου, αν και δεν θέλει να βλέπει αρνητικά τους ανθρώπους, επηρεάζεται από τη στριμμένη μάνα της και παλεύει με αυτό. Έχει συνείδηση ότι της δηλητηριάζει τη σκέψη. Από την άλλη πλευρά το δηλητηριώδες αυτό βλέμμα έχει ενδιαφέρον, διακρίνει πράγματα που η αθώα έφηβη δεν θα έβλεπε. Είναι περίπλοκα τα πράγματα.

Μοιάζω πολύ σε αυτή την ηρωίδα, παιδιόθεν παλεύω με αρνητικές κρίσεις για τους άλλους, έστω κι αν είναι οξυδερκείς. Δεν θέλω να βγάζω εύκολα συμπεράσματα και να υποκύπτω σε προκαταλήψεις και στερεότυπα. Μισώ τα στερεότυπα και στη σκέψη και στη γραφή. Κρατάω για τον εαυτό μου τις αρνητικές εντυπώσεις μέχρι να βεβαιωθώ ότι αξίζει τον κόπο να τους δώσω βάση. Θέλω να μπορώ να πλησιάζω τους ανθρώπους με το δικό μου βλέμμα. Και δεν είναι εύκολο, είναι στόχος ζωής αυτό, καθημερινός αγώνας που σπάνια σε ανταμείβει. Πολύ συχνά αποδεικνύεται ότι ήταν σωστές οι στερεότυπες εικόνες και οι αρνητικές περιγραφές. Καμιά φορά όμως βρίσκεις χαρακτηριστικά που οι άλλοι προσπέρασαν, ανακαλύπτεις θησαυρούς, κάνεις φιλίες. Είναι ωραίος αγώνας.

 

 

«Σήμερα θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο πολύ εύκολα, οι γονείς επιτρέπουν τα πάντα στα παιδιά, τα κακομαθαίνουν, αλλά τότε αυτό ήταν πολύ τολμηρή πρωτοπορία» αναφέρει ο αφηγητής λίγο παρακάτω, δίνοντας ένα σαφές μήνυμα για τη σημερινή ανατροφή των παιδιών. Τι είναι αυτό κυρίως που σας εκπλήσσει στα νέα παιδιά;

 

Με εκπλήσσει στα νέα παιδιά ότι δεν σηκώνονται ποτέ σε λεωφορεία και τρένο, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, να παραχωρήσουν τη θέση τους σε ηλικιωμένους, όπως κάνουν οι νέοι σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα που έχω ταξιδέψει, ακόμα και στην Τουρκία. Αυτό δείχνει ότι καλλιεργείται στις οικογένειες εγωισμός και αντικοινωνικότητα, η νοοτροπία ότι δεν μας αφορά ο κοινωνικός χώρος, τα βάσανα των άλλων ανθρώπων, τα κοινά εν τέλει, ότι έχουμε αρκετά προβλήματα εμείς, ώστε δικαιούμαστε να φερόμαστε γαϊδουρινά. Αυτό συνέβαινε και πριν από την κρίση, κι όλο χειροτερεύει. Και δεν είναι που η δική μας γενιά, έχοντας μεγαλώσει με άπειρες απαγορεύσεις, με καταπίεση και αρκετές στερήσεις, γίναμε σαν γονείς υπερπροστατευτικοί, δεν βάζαμε όρια, πράγμα που δεν βοηθάει τα παιδιά να σταθούν στα πόδια τους. Γιατί τελικά τα παιδιά μας κάπως τα καταφέρνουν, βρίσκουν τον τρόπο. Φεύγουν από την Ελλάδα ή επινοούν τον εαυτό τους, η ελευθερία αποδεικνύεται τελικά καλό πράγμα. Η αντικοινωνικότητα όμως; Πώς θεραπεύεται; Διδάχτηκαν τα παιδιά μας σκληρότητα και εγωισμό, και μοιάζει σαν να τον διδάχτηκαν από προηγούμενες γενιές, ούτε καν από τη δική μας, γενιές στ’ αλήθεια κυνηγημένες και ταλαίπωρες. Φυσικά δεν πρόκειται για αυτό, αλλά για καλλιέργεια νοοτροπίας που έχει να κάνει με το πώς νιώθουμε σαν πολίτες απέναντι στην κοινωνία. Αρνητικοί, εγωιστές, κλεισμένοι στον εαυτό μας, καλλιεργούμε την πεποίθηση ότι αδικούμαστε, απλώνεται αυτό και στην πολιτική στάση, και στον δημόσιο λόγο, η κλάψα, το παράπονο, η διαρκής γκρίνια που παράγει αναισθησία. Κι αυτό θεωρώ πως είναι δυστυχώς μεγάλη φτώχεια, για όλους μας. Και πολιτικά άκρως επικίνδυνο.

 

 

«Η ζωή μας δεν ξανάγινε ίδια ποτέ. Εκείνη η ελαφράδα που είχαμε, η εμπιστοσύνη στο μέλλον δεν ξαναγύρισαν» παρατηρεί η Δάφνη για τα χρόνια της χούντας. Κάπως ανάλογα, κάτω από διαφορετικές βέβαια περιστάσεις και μέσα από ένα κλίμα… δημοκρατίας, θα μιλούσε και η γενιά των νέων που έζησε την οικονομική κρίση, όπου τα όνειρα και οι φιλοδοξίες τους σμπαραλιάστηκαν από πολιτικά λάθη, μετατοπίζοντας τις προτεραιότητες. Θα ήθελα την άποψή σας έχοντας ζήσει και συμμετάσχει σε γεγονότα που άφησαν το στίγμα τους στη νεότερη ιστορία μας.

 

Πραγματικά η οικονομική κρίση ήρθε πολύ απότομα στη ζωή των νέων και άλλαξε τα πάντα, και στων μεγαλύτερων τη ζωή όμως, μεσήλικες έχασαν τη δουλειά τους και έψαχναν άλλη στα πενήντα και στα εξήντα… Ωστόσο έχει διαφορά, έτσι το βλέπω εγώ σαν μεγαλύτερη, έχασα
στην κρίση κι εγώ μια εξαιρετική δουλειά που είχα και νόμιζα μάλιστα ότι είμαι ακόμη στην αρχή, τέλος πάντων, έχει μια διαφορά. Την ελευθερία. Και κινδυνέψαμε να τη χάσουμε με την εξαλλοσύνη που καλλιέργησαν οι πολιτικοί.

Έστω κι αν οι συνθήκες του καθενός μπορούσαν να ήταν πολύ δεσμευτικές, όπως και ήταν, εμείς τότε με παιδιά που σπούδαζαν κ.λπ., νομίζω ότι η ελευθερία, το να ζεις σε δημοκρατία έχουν μοναδική σημασία∙ ακόμα και η ελευθερία να βγεις να φωνάξεις, να γράφεις ό,τι θέλεις, να ψάχνεις χωρίς φόβο. Κι όπως και να το κάνουμε, οικονομικά το 2009 υπήρχε πια υποδομή σε πολλές οικογένειες, κάποιο σπίτι, κάποιο αυτοκίνητο, κάποιο εξοχικό, και στα κοινά μεγάλη υποδομή, η οποία βέβαια δεν διαφυλάχθηκε όπως έπρεπε, εκεί είναι το πολιτικό μας πρόβλημα, η παρακμή μας. Ναι, ήταν μεγάλη σφαλιάρα η κρίση, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν χούντα, κι αν αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι νεότεροι, δεν πειράζει. Ας μη χρειαστεί ποτέ να το καταλάβουν, αυτό μόνο εύχομαι.

 

 

«…ύστερα αντίο όλα, ελευθερία και ζωή. Συγνώμη, κορμάκι μου και κοιλίτσα μου, δεν γίνεται να το επιτρέψω αυτό. Καταλαβαίνω ότι είναι πολύ σκληρό να ρίχνει κανείς το ανίψι της Δάφνης, ακόμη και το εγγόνι των γονιών της. Ή ένα μωρό δικό μου… προηγείται όμως άλλη ελευθερία». Ένα φλέγον ζήτημα που η πρόοδος του 21ου αιώνα δεν μπόρεσε να «τιθασεύσει». Στην ελληνική κοινωνία, με την κάθετη αντίθεση της ελληνικής εκκλησίας για τις αμβλώσεις, τις φωνές εναντίον της να πληθαίνουν, τις διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ να τις απαγορεύουν ξανά, πως αντιδράτε σ’ αυτή την ελευθερία του σώματος που διάφοροι την τραυματίζουν;

 

Στην Ελλάδα, ίσως δεν το ξέρετε οι νεότεροι, μπορούσες να κάνεις εκτρώσεις ακόμα κι όταν ήταν παράνομες. Κι αν είχες τις σωστές γνωριμίες, πήγαινες σε καλό μαιευτήριο, με ασφάλεια. Ευτυχώς για τα κορίτσια της γενιάς μου, θα είχαμε πολλά ατυχήματα αν απαγορεύονταν όπως στην Ιταλία ή τη Γαλλία, ας πούμε. Αλλά και πάλι ξέρω περιπτώσεις ιατρικής προχειρότητας που κόστισαν πολλά. Ας λέει η εκκλησία, αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Το πρόβλημα είναι η απόφαση των γυναικών. Όπως η ηρωίδα μου, που τη μια θέλει να το κρατήσει, την άλλη αποφασίζει να το ρίξει, κι αυτό της κοστίζει, κι ας κάνει τη γενναία. Είναι δύσκολο και οδυνηρό πράγμα η έκτρωση, είναι σταθμός στη ζωή των κοριτσιών, και λέω κοριτσιών γιατί συχνά μιλάμε για έφηβες. Θα έπρεπε μόνο αυτό να μας απασχολεί, πώς να βοηθηθούν τα κορίτσια στην αντισύλληψη, κι αν χρειαστεί να κάνουν έκτρωση, πώς να την κάνουν όσο γίνεται πιο ανώδυνα, σωματικά και ψυχικά, να ωριμάσουν από αυτό, όχι να στραπατσαριστούν. Όχι να μιλάμε ξανά για απαγόρευση, είναι τρομερή οπισθοδρόμηση αυτό, είναι καταστροφή. Αλλά είμαι αισιόδοξη, φωνακλάδικες μειοψηφίες προσπαθούν να αναδειχθούν πολιτικά λανσάροντας την ιδέα να απαγορευτούν οι εκτρώσεις, αλλά δεν περνάει ο φασισμός τους.

 

 

Ασφυκτιούσαμε πολλοί στο κλίμα του ρατσισμού που είχε δημιουργηθεί στην Κυψέλη, όπως παντού, και η ιδέα των μαθημάτων απέδειξε ότι με μια τέτοια διαδικασία προσεγγίζεις τους ανθρώπους με αξιοπρέπεια, τους γνωρίζεις, σπας τον τοίχο της δυσπιστίας.

 

Σπουδές, ως μια ευκαιρία ελευθερίας. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν με τι άλλο φόρτωσαν αυτόν τον αέρα ελευθερίας;

 

Οι σπουδές είναι πάντα ευκαιρία ελευθερίας. Τότε ήταν ελευθερία από την οικογένεια και την υποχρέωση των κοριτσιών να παντρευτούν μικρές, ή να βρουν δουλειά χωρίς να προλάβουν να μορφωθούν, να μπουν δηλαδή στα βαριά επαγγέλματα -σκεφτείτε να γίνεσαι μάνα στα δεκαοχτώ, στα είκοσι-, πριν προλάβουν να καταλάβουν τι θέλουν, να σκεφτούν, να αποφασίσουν. Είναι μεγάλη πρόοδος που όλες οι οικογένειες τώρα πια θεωρούν απαραίτητο να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Βέβαια, τα πανεπιστήμια σε μας είναι πολύ κλειστά, δεν μπορείς να αλλάξεις τμήμα, άσε πια τις πανελλήνιες, ας μην το συζητήσουμε, ή τα άλλα τραγικά που συμβαίνουν μέσα, αλλά έστω κι έτσι, έχουν ποικιλία επιλογών, είναι δωρεάν, αναγνωρίζονται παγκοσμίως, άρα αν διαθέτεις ωριμότητα και επίγνωση, μπορείς να πάρεις ένα πτυχίο κι ύστερα να ξαναψάχνεσαι, έστω και δουλεύοντας, να πας όπου θέλεις σε όλον τον κόσμο. Το λέω σε όλα τα παιδιά που γνωρίζω, σπουδάστε, μορφωθείτε, εκμεταλλευτείτε αυτό το τεράστιο δώρο, την τεράστια κατάκτηση. Μην το χαρίζετε στους προνομιούχους μόνο, αγωνιστείτε για αυτή την πολυτέλεια, τη χειραφέτηση, την ελευθερία!

 

 

«Ένα σχολείο λύνει µε τον ίδιο του τον χαρακτήρα τα πρακτικά προβλήµατα της κοινωνικής αλληλεγγύης» γράφατε πριν από κάποια χρόνια σε άρθρο σας. Μιλήστε μας αν θέλετε για αυτά τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας και ιστορίας σε μετανάστες στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης που για χρόνια αποτελούν πρότυπο κοινωνικής αλληλεγγύης και σταθερό φάρο ανθρωπισμού.

 

Ασφυκτιούσαμε πολλοί στο κλίμα του ρατσισμού που είχε δημιουργηθεί στην Κυψέλη, όπως παντού, και η ιδέα των μαθημάτων απέδειξε ότι με μια τέτοια διαδικασία προσεγγίζεις τους ανθρώπους με αξιοπρέπεια, τους γνωρίζεις, σπας τον τοίχο της δυσπιστίας. Είχαμε τόση λαχτάρα να αντιδράσουμε στον ρατσισμό που ξεχυνόταν από παντού χωρίς κανέναν φραγμό τότε, που έμοιαζαν με γιορτή τα μαθήματα στην Αγορά, στην κατάληψη. Ερχόταν κόσμος, έτσι που είναι η Αγορά στη μέση της Φωκίωνος, ήταν τόσο ανακουφιστικό, τόσο αναπάντεχα εμπνευστικό. Έρχονταν μετανάστες να μάθουν, και οι φίλοι, οι γνωστοί, οι περαστικοί ακόμα, να διδάξουν, κι όλος ο χώρος στη μέση είχε τραπεζάκια γιατί δεν έφταναν οι αίθουσες, τα παλιά μαγαζιά που είχαμε καθαρίσει και βάψει μόνοι μας. Πέρασαν χιλιάδες μαθητές, δεν έμεναν όλοι, έφευγαν για άλλες χώρες, άλλοι έπιαναν δουλειά, αλλά όλοι μάθαιναν τουλάχιστον να διαβάζουν, και κάπως να γράφουν. Περισσότερα μάθαμε εμείς για αυτούς, για τις δικές τους χώρες. Η ομάδα λεγόταν τότε «Το ανοιχτό σχολείο της Αγοράς». Αφότου έληξε η κατάληψη, συνεχίζουμε με το όνομα «Γέφυρες». Συνεργαζόμαστε με τον Δήμο και με άλλους φορείς, στην επιδημία κάναμε διαδικτυακά μαθήματα για το Πιστοποιητικό που χρειάζεται η αίτηση ιθαγένειας, και τα συνεχίζουμε, ξαναρχίσαμε και τα μαθήματα γλώσσας σε όλα τα επίπεδα, έχει αλλάξει πια το κλίμα, ευτυχώς, και συνεχίζουμε να διδάσκουμε και να μαθαίνουμε, καταλαβαίνουμε και τον εαυτό μας καλύτερα, τη γλώσσα μας. Είμαστε ανοιχτοί πάντα, όποιος ενδιαφέρεται να συμμετέχει στην ομάδα μπορεί να μας βρει!

 

 

Ανέφερα στην αρχή την πρώτη σας νουβέλα, κάνοντας ένα φλασμπάκ σε αυτά τα 43 χρόνια εκδοτικής πορείας, από τα οποία τι μένει ως γεύση; Τελικά ο δρόμος της συγγραφής, πέρα από το «ταξίδι», είναι εύκολος;

 

Στην πραγματικότητα γράφω μικρά κείμενα από την εποχή του σχολείου ακόμα και μετά τις σπουδές, που ξεκίνησα να δουλεύω σε εφημερίδες. Με βοηθούσε πολύ η καθημερινή δουλειά, να ξέρεις ότι οφείλεις να παραδώσεις χειρόγραφο ως τις 8 το βράδυ, είτε είναι ρεπορτάζ είτε είναι κάτι άλλο. Να ανήκεις σε ένα πλαίσιο πολιτικό, να σπας το κεφάλι σου πώς θα ενταχθείς εκεί μέσα, πώς θα εκφράσεις αυτό που είδες και που σκέφτηκες. Αυτά τα μικρά κείμενα είναι η δουλειά μου, χαμένα μέσα στα σώματα των εφημερίδων, είδους που αργοπεθαίνει πλέον, που ίσως κάποτε κάποιος τα διάβασε και κάτι σκέφτηκε, κάποια φορά πήρε χαρτί και μολύβι κι έγραψε μια καλή κουβέντα ή μια κακή και φαρμακερή, τότε που έγραφαν ακόμα οι άνθρωποι γράμματα. Τα βιβλία μου είναι ακόμα πολύ μικρός όγκος μπροστά στα εκατομμύρια λέξεις που έχω γράψει στις εφημερίδες, και δεν ξέρω καν αν φτάνουν το επίπεδο εκείνης της ποιότητας, γιατί τα παίδευα και με παίδευαν πολύ τα μικρά κείμενά μου. Ως γραφιάς εφημερίδων έκανα κάποια βήματα, ως συγγραφέας βιβλίων λιγότερα. Το παλεύω.

 

 

Επόμενα σχέδια, επόμενες ιστορίες που διψούν να ξεχυθούν στο χαρτί;

Υπάρχουν στον σκληρό δίσκο του κομπιούτερ κείμενα και ήρωες που με συγκινούν και θέλω να τους ζωντανέψω, αλλά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Πρέπει να οργανωθώ πολύ, και όπως έχω μάθει να στηρίζομαι στην οργάνωση των άλλων, του συντάκτη ύλης που κλείνει τη σελίδα, όπως είναι στις εφημερίδες, έχω αδυναμία στη συγκεκριμένη δεξιότητα. Αλλά, είπαμε, το παλεύω.

 

Το βιβλίο της Άννας Δαμιανίδη “Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

 

 

0