Αυτό το σπίτι/που έχω προσπαθήσει/με κάθε τρόπο να αφήσω/δεν με αφήνει. Το έχω επανειλημμένα παρηγορήσει/για τη μελλοντική μου απώλεια…

Η Ελένη Κοσμά γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Φιλολογία και Συγκριτική Γραμματολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ έχει δημοσιεύσει άρθρα, δοκίμια και μεταφράσεις στα περιοδικά “Αντί”, “Εντευκτήριο”, “Παλίμψηστον”, “Ποιητική”, και στις εφημερίδες “Αυγή” και “Εποχή”. Έχει μεταφράσει και γράψει, επίσης, την εισαγωγή για το βιβλίο του Πιερ Πάολο Παζολίνι “Οι στάχτες του Γκράμσι”  που κυκλοφόρησε από το Οροπέδιο το 2016. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο “Φιλιά στη γη”. Πέντε χρόνια μετά  η νέα της ποιητική συλλογή “Μες στον ψυχρό καιρό” (εκδόσεις Πόλις) βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και μας δίνει την αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη.

 

 

  1. «…το νερό μες στο ψυχρό καιρό κρυστάλλινη γίνεται πέτρα», το δίστιχο του Δάντη από τις Πέτρινες Ρίμες «νομιμοποιεί», καταρχάς τον τίτλο της συλλογής. Σε ένα δεύτερο επίπεδο πως επιδρά στα ποιήματα της συλλογής;

Ο τίτλος του βιβλίου είναι μια φράση από τις Πέτρινες Ρίμες του Δάντη. Στα ελληνικά μπορούμε να διαβάσουμε τα ποιήματα αυτά σε μετάφραση του Γιώργου Κοροπούλη, από τις εκδόσεις Άγρα. Οι Πέτρινες Ρίμες περιγράφουν τον αφοπλιστικό έρωτα για μια donna petra. Μια γυναίκα απόμακρη, παγερή, μια γυναίκα πέτρα· με την πέτρα στο τέλος να υποδηλώνει τον τάφο. Βρισκόμαστε στην επικράτεια των συμβόλων. Υπάρχει, λοιπόν, ένα νήμα που συνδέει τα ποιήματα του Ψυχρού καιρού: το περιβάλλον –η ψυχρότητα όσο και οι υψηλές θερμοκρασίες–, τόσο ως κυριολεξία όσο και ως μεταφορά, και η τεράστια δυναμική του, η εξουσία, το ειδικό του βάρος. Το περιβάλλον διαμορφώνει και επενδύει τις λέξεις. Η πορεία από τις υψηλές θερμοκρασίες στις ψυχρότερες και στις πολύ ψυχρές είναι μια πορεία στην καρδιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Οπότε, ο τίτλος και το δαντικό μότο δίνουν έναν τόνο, έναν εσωτερικό ρυθμό, μια εσωτερική ταχύτητα στα ποιήματα του βιβλίου.

 

  1. Ο αναγνώστης θα περιπλανηθεί στους στίχους της πρώτης ενότητας μέσα από τις ποιητικές αποχρώσεις που λαμβάνει ο συμβολισμός του σπιτιού. Τι θα αποκομίσει από αυτή την περιπλάνηση;

Βρισκόμαστε, όπως είπαμε και πριν, στην επικράτεια των μεγάλων συμβόλων. Το σπίτι είναι ένα σύμβολο που φέρει ένα βαρύ και ηχηρό φορτίο: οι ποιητές κατά καιρούς συνομίλησαν με τα σπίτια (τους). Μου έρχεται αμέσως αμέσως στο μυαλό ο Σαχτούρης, ο Καβάφης, ο Παλαμάς. Έχει γράψει ένα πολύ ωραίο κείμενο σχετικά η Μαρία Ιατρού (https://frear.gr/?p=31695). Το θέμα των ποιημάτων αυτών είναι η οικειοποίηση, η εγκατάλειψη και ο αποσυμβολισμός του σπιτιού: πώς, με άλλα λόγια, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το βάρος της ιστορίας, με το βάρος των ψυχρών καιρών μας, με ό,τι απομένει ύστερα από τη συντριβή. Ο οικείος τόπος μπορεί να είναι ένα πραγματικό σπίτι, ένας άνθρωπος, μια ανάμνηση, ένας ήχος, μια λέξη. Κάτι το οποίο μας περιέβαλε σε μια δεδομένη στιγμή της ζωής μας και ακολούθως μας εγκατέλειψε ή το εγκαταλείψαμε. Στο τέλος, βέβαια, ποτέ δεν εγκαταλείπουμε τα σπίτια μας. Ο αναγνώστης ίσως ακούσει μέσα στα ποιήματα αυτά την ιστορία των δικών του σπιτιών.

 

 

  1. «Τα σπίτια τα επιπλώνουμε με/την ανάσα μας/κι όταν αυτή τελειώσει/με τη ψυχή μας». Μιλήστε μας γι’ αυτόν το δεσμό σπιτιού-ανθρώπου όπως αποκαλύπτεται στη σκέψη σας;

Είναι ένας δεσμός ακατάλυτος, ακατάβλητος και ιλιγγιώδης.

 

  1. Με αφορμή κάποιους στίχους σας για την ταξινόμηση, οργάνωση και αρχειοθέτηση κάθε ανάμνησης, θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι περιτυλίγματα αποκτούν για σας με τα χρόνια; 

Οι αναμνήσεις αποκτούν ένα περιτύλιγμα συνήθως σκληρό, άκαμπτο και κοφτερό, όπως το χαρτί. Γι’ αυτό και τις ρίχνουμε στο χαρτί. Δεν αισθάνομαι μέχρι στιγμής ότι ο χρόνος μαλακώνει τα βιώματά μας.

 

  1. «Αλλάζουμε λέξεις/αλλάζουμε σπίτια μην τυχόν μας βρει κι εμάς το εξαγριωμένο πλήθος». Έκδηλη η αγωνία του δημιουργού, όπως και παρακάτω: «…οι λέξεις πετούν/στον παγωμένο αέρα/τρυπούν τη σιωπηλή νύχτα». Στον ποιητικό σας μανδύα οι λέξεις μέσα από τι είδους δοκιμές αποκτούν τις διαστάσεις που επιθυμείτε;

Νομίζω πως οι λέξεις από τη στιγμή που γεννιούνται βρίσκονται σε μια αδιάκοπη διαδικασία δοκιμών και δοκιμασιών. Μια λέξη μετακινείται και μετοικεί αενάως. Ως αναγνώστες πριν από όλα δοκιμάζουμε τις λέξεις, τις στοχαζόμαστε, τις ακούμε, τις επενδύουμε με το δικό μας ειδικό βάρος.

 

  1. Η συναναστροφή, η αγκαλιά, το άγγιγμα, το χάδι είναι κάποια ουσιαστικά πολύτιμα για την ύπαρξη μας που η νέα συνθήκη αποχρωμάτισε την τελευταία διετία. Πώς βιώσατε αυτό το διάστημα και ποια τα πρώτα πράγματα που είχατε ανάγκη κατά την πρόσφατη επανεκκίνηση;

Παράλληλα με τις συλλογικές περιπέτειες τρέχουν και οι προσωπικές περιπέτειες του καθενός. Έτσι η λέξη «επανεκκίνηση» έχει διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετικό εύρος για τον καθένα μας. Προσωπικά, στην αρχή της περιπέτειας αυτής ένιωσα μια ανακούφιση που θα μπορούσα να ρίξω τους ρυθμούς μου. Αυτό κράτησε λίγο. Ο φόβος για εμένα την ίδια και για τους αγαπημένους μου ανθρώπους ήταν ισχυρότερος. Ήταν μια διετία αγωνιώδης –και, αν με ρωτάτε, δεν μπορώ να πω ότι βλέπω το αίσιο τέλος. Αυτή η δοκιμασία έβγαλε στην επιφάνεια το φως (την επιστήμη και τους ανθρώπους που την υπηρετούν, την αλληλεγγύη, τη δεξιότητα της όρασης του άλλου), αλλά και το σκοτάδι (την αλαζονεία, την ημιμάθεια, την αδιαφορία). Μένει να δούμε τι θα επικρατήσει.

 

 

  1. Απέναντι στα «ίσως», «αν» που προβάλλει ο νους μας στα ήδη πεπραγμένα της ζωής, πώς αντιδράτε;

Πάντοτε σκέφτομαι τις εναλλακτικές εκδοχές μιας ιστορίας. Πώς θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί αλλιώς. Αν ήμασταν αλλιώς, αν ζούσαμε αλλιώς. Μου αρέσουν τα ίσως και τα αν, γιατί μας υπενθυμίζουν πόσο ανοιχτό είναι το κείμενο της ζωής μας και πώς μπορούμε αναδρομικά να το ξαναγράψ(φ)ουμε –ακόμη κι αν δεν μπορούμε να το ξαναζήσουμε.

 

  1. Ο θάνατος της παιδικής ηλικίας, όπως όμορφα περιγράφετε στο ποίημα σας «Πρωτοχρονιά στο σπίτι», τι σηματοδοτεί για τον άνθρωπο;

Την ανάγκη της επιστροφής. Την ίδια την ιδέα και τον τόπο της επιστροφής. Πριν, δεν έχουμε κάπου να επιστρέψουμε. Είναι ο βαθμός μηδέν του νόστου.

 

  1. Πόσο λαβωμένα βγήκαν τα γόνατα μετά το πέρας αυτής της συλλογής;

Όσο μπορούμε να τα λυγίζουμε, είμαστε μια χαρά.

 

  1. Στις επόμενες ποιητικές προκλήσεις που θα επιβάλει, κάποια στιγμή, ο νους, ποια τα εφόδια σας;

Νομίζω πως σε αυτή την πίστα, στην πίστα της γραφής, μπαίνουμε χωρίς εφόδια. Είναι η ίδια ο ανεφοδιασμός.

 

 

 

0