Τη σειρά δοκιμίων Altera Pars συνεχίζει ένα κείμενο του Σταύρου Χριστοδούλου για το βιβλίο του «Τρεις Σκάλες Ιστορία» που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2020 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Κείμενο: Σταύρος Χριστοδούλου
Κάπου είχα διαβάσει ότι τον Οκτώβριο του 1974 έγιναν μαζικές εκτρώσεις, με τις ευλογίες μάλιστα του Αρχιεπισκόπου ο οποίος τότε ήταν και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άρχισα λοιπόν να ξετυλίγω το νήμα των βιασμών κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής κι έτσι γεννήθηκε η ιδέα για το μυθιστόρημά μου «Τρεις Σκάλες Ιστορία». Η κεντρική μου ηρωίδα, η Χλόη Αρτεμίου, είναι μια από αυτές της γυναίκες. Η οποία, αν και δημιούργημα της μυθοπλασίας, θα μπορούσε να κυκλοφορεί εκεί έξω, ανάμεσά μας, στους δρόμους της Λευκωσίας.
Η αλήθεια είναι πως κάποιες από αυτές τις γυναίκες δεν άντεξαν εκείνη την τραυματική εμπειρία. Άλλες έφυγαν στο εξωτερικό, άλλες διαλύθηκαν ψυχολογικά κι άλλες κρύφτηκαν πίσω από ένα πέπλο σιωπής καθώς έπρεπε να επιβιώσουν αντιμέτωπες με τα κοινωνικά ταμπού της εποχής. Η Χλόη επέλεξε να γεννήσει το παιδί αλλά να μην το μεγαλώσει η ίδια. Δεν έχει νόημα να πούμε περισσότερα για την ιστορία… Οι αναγνώστες, ακολουθώντας τα βήματα της Χλόης, θα διατρέξουν σχεδόν μισό αιώνα Ιστορίας, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 ως τις μέρες μας.
Η μνήμη ήταν το ερέθισμα για να γραφτεί αυτό το βιβλίο. Η μνήμη που κατά τον Σεφέρη «όπου και να την αγγίξεις πονεί» και κατά τη Δημουλά είναι το «κύριο όνομα των θλίψεων». Οι στίχοι των ποιητών -Ελλήνων, Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων- εμφιλοχωρούν στην αφήγηση, ανοίγοντας παράθυρα στο αχανές τοπίο της Ιστορίας. Τα «Ποιητικά Δάνεια» στο τέλος του βιβλίου εμπεριέχουν ό,τι προσπάθησα ν’ αφηγηθώ στις σχεδόν 400 σελίδες που προηγήθηκαν. Για την έννοια της πατρίδας, για την άσκηση βίας, για την επιλεκτική ανάγνωση των γεγονότων, για τις γκρίζες ζώνες της Ιστορίας και για τον χρόνο που τα καταπίνει όλα. «Ό,τι ζήσαμε, χάνεται, γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου» γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης. Περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Ή αυτό τέλος πάντων προσπάθησα ν’ ανιχνεύσω ακολουθώντας την 61χρονη Χλόη Αρτεμίου όταν αποφάσισε να ξορκίσει το παρελθόν κοιτώντας κατάματα τον βιαστή της.
Δεν είμαι της άποψης ότι πρέπει να υπεραναλύουμε τη μυθοπλασία, ειδικά οι συγγραφείς. Αυτό είναι δουλειά των κριτικών λογοτεχνίας και προνόμιο των αναγνωστών. Ο συγγραφέας μπορεί μονάχα να μιλήσει για τις προθέσεις του ή για τα ερεθίσματα που τροφοδότησαν τη δημιουργική διαδικασία. Για μένα ένα κομβικό σημείο κατά τη διάρκεια της έρευνας ήταν το ταξίδι που έκανα στα κατεχόμενα, εκεί όπου τοποθετείται η ιστορία. Σε ένα ξενοδοχείο που στέκει ακόμα αν και λεηλατημένο στα παράλια της Κερύνειας αντίκρισα για πρώτη φορά τη Χλόη… «Εκεί όπου κάποτε ορθωνόταν ένας ολόσωμος καθρέφτης, απόμεναν λίγα σπασμένα γυαλιά, κολλημένα στον τοίχο. Τα θραύσματα εκείνης της μέρας… σκέφτηκε. Και πλησίασε απρόθυμα. Για ν’ αντικρίσει, με τρόμο, τον εαυτό της κατακερματισμένο: ένα μάτι, μισό μάγουλο, κομμένο χείλος, σώμα τεμαχισμένο. Ολόκληρα κομμάτια της έλειπαν. Αποκολλήθηκαν, όταν ο ουρανός έβρεχε θάνατο… συλλογίστηκε.» Επέλεξα αυτό το απόσπασμα γιατί είναι ένα από τα «κλειδιά» για να κατανοήσει κανείς τον ψυχισμό αυτής της γυναίκας.
Οι «Τρεις Σκάλες Ιστορία» είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων. Αν διαβαστεί με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται και το ειδικό βάρος των προσώπων που περιβάλλουν την κεντρική ηρωίδα. Την Έζρα, ένα κορίτσι που μεγαλώνει στο εφηβικό δωμάτιο της Χλόης και επαναπροσδιορίζει την έννοια της πατρίδας. Τον Αχμέτ που επιπλέει στον αφρό της λήθης ξεπλένοντας έτσι τη βρωμιά ενός ένοχου παρελθόντος. Και τη Θεοδοσία, μια αφίλητη γυναίκα, στεγνή από συναισθήματα, η οποία επιβιώνει προσπαθώντας να σβήσει τα ίχνη από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι.
Αυτό είναι οι «Τρεις Σκάλες Ιστορία»: Ένα άνυδρο τοπίο που οι περισσότεροι βιάζονται να προσπεράσουν. Και άλλοι, όπως η Χλόη, παραμένουν καθηλωμένοι κουβαλώντας το άχθος της μνήμης.
Το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου «Τρεις Σκάλες Ιστορία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη
2