Σε ένα κρύο και σκοτεινό δάσος πριν πολλά πολλά χρόνια ζούσε ένα άτεκνο ζευγάρι. Η πείνα και οι κακουχίες ήταν καθημερινότητά του καθώς οι καιροί ήταν δύσκολοι και ο πόλεμος είχε σκιάσει τις μέρες. Γι’ αυτό η γυναίκα του ξυλοκόπου παρακαλούσε συνεχώς τον Θεό του τρένου για ένα πολύτιμο φορτίο που θα δίνε τέλος στην μιζέρια και τη χωρίς σκοπό, καθημερινότητα.

 

Όταν οι προσευχές της εισακούστηκαν και οι θεοί της έδωσε την πολύτιμη πραμάτεια τους οι κακουχίες πολλαπλασιάστηκαν, ίσως γιατί οι Θεοί ζήτησαν τη δική τους ανταμοιβή για το πολύτιμο δώρο. Όμως το φως που είχε ανάψει στη φτωχή γυναίκα έσβηνε κάθε εμπόδιο, ακόμα και την άρνηση του ξυλοκόπου άντρα της που δεν μπορούσε να κατανοήσει την αξία του δώρου που της χαρίστηκε. Κι αν κάποιος από τους  θεούς του τρένου για πραμάτειες μπορεί να μετάνιωσε για την τόση γενναιοδωρία σε μια πάμφτωχη γυναίκα και προσπάθησε να ανατρέψει την κατάσταση αυτή, η γυναίκα είχε βρει, ήδη με τον καιρό, τους συμμάχους της, αρχικά στο πρόσωπο του άντρα της αλλά και στον σκληρό κι αποκρουστικό άνθρωπο του δάσους. Κι αν από σύζυγος ξυλοκόπου έγινε χήρα και στην πορεία έμπορος τυριών, καθόλου δεν αλλάζει μια  ιστορία που εξυμνεί την αξία της ζωής και το καθήκον απέναντι στην  προστασία της από το μένος ατελών όντων, όπως είναι ο άνθρωπος.

 

«Στο στήθος της φτωχιάς γυναίκας του ξυλοκόπου, εκεί όπου αναπαύεται νανουρισμένη από το τρέξιμο η μικρή πολυαγαπημένη της πραμάτεια, εκεί, μέσα στο λαχανιασμένο στήθος της, η καρδιά της χτυπάει χτυπάει χτυπάει και ξαναχτυπάει, μετά ξαφνικά σπάει. Ο πόνος της κόβει τα πόδια, της κόβει την αναπνοή. Το ξέρει, το αισθάνεται ότι οι κυνηγοί των άκαρδων βρίσκονται ήδη στα ίχνη της για να της αρπάξουν τη μικρή αγαπημένη της πραμάτεια».

Θέλει να σταματήσει, να γλιστρήσει, να χυθεί στο έδαφος, να εξαφανιστεί μέσα στις φτέρες, να διαλυθεί μέσα μέσα στα ψηλά χορτάρια σφίγγοντας όλο πιο δυνατά την πολυαγαπημένη της μικρούλα».

 

Ο Ζαν – Κλωντ Γκραμπέρ στο παραμύθι του «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια» που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Πόλις, αναπαριστά με τα πιο αδρά χρώματα  τα λάθη, τις κτηνωδίες πιο σωστά, που προκάλεσαν άνθρωποι των οποίων  η κενότητα έβαψε με περίσσιο αίμα έναν παγκόσμιο πόλεμο. Η τομή που ανοίχτηκε δεν επουλώνεται κι η πληγή θα χάσκει ανοιχτή ως σημαία της ανθρώπινης παράνοιας.

Ο Jean-Claude Grumberg καταξιωμένος και ήδη βραβευμένος θεατρικός συγγραφέας, με εξαιρετική σεναριακή παρουσία και στον κόσμο του κινηματογράφου, στο βιβλίο αυτό ψηλαφεί  μέσα από το συμβολικό, και γεμάτο μηνύματα, λόγο του παραμυθιού, την πορεία εξόντωσης Εβραίων από το Ντρανσί, προάστιο του Παρισιού στα στρατόπεδα εξόντωσης. Μετά από το φρικτό τέλος της  γυναίκας του Ντίνας και  του παιδιού του Ανρύ, διδύμου της διασωθείσας, πολύτιμης πραμάτειας, Ρόζας (μετέπειτα Μαρίας), ο “ψευτοκουρέας” πατέρας πριν φτάσει στο ναδίρ της ανθρώπινης υπόστασης, τον βρίσκει η απελευθέρωση και η συμμαχική νίκη. Η αναζήτηση της τύχης του παιδιού του θα αποτελέσει τον κινητήριο μοχλό για την επιστροφή. Ίσως επειδή η ζωή βρίσκεται παντού σκοτώνοντας το θάνατο.

 

«Εκεί όπου μέχρι χτες επικρατούσε ακόμα το χιόνι, οι μπότες και τα μαστίγια των πηληκίων με τις νεκροκεφαλές ξαναφύτρωνε χλόη παχιά και πυκνή, κατάσπαρτη από σωρό λευκά ανθάκια. Τότε ήταν που άκουσε ένα πουλί να κελαηδάει δυνατά τον ύμνο της επιστροφής στη ζωή. Και τότε ήταν που δάκρυα ξεπήδησαν από τα μάτια του που νόμιζε ότι είχαν στεγνώσει εξίσου στην καρδιά του. Αυτά τα δάκρυα του θύμισαν ότι είχε ξαναγίνει ζωντανός».

 

Η Ρούλα Γεωργακοπούλου στην απόδοση της στην ελληνική, ακολουθεί περίτεχνα την παραμυθένια όψη που χάρισε ο συγγραφέας στο γαλλικό του κείμενο για ένα από τα πιο φρικαλέα γεγονότα που καταγράφηκαν τον 20ο αιώνα που το στίγμα του θα το κουβαλάμε για όσο η ιστορική μνήμη, ανόθευτη, θα διδάσκεται στην ειλικρινή της διάσταση.

Η καταληκτική φράση, λοιπόν, «Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» δεν θα ειπωθεί, ίσως γιατί το καλά και το καλύτερα προϋποθέτει συγχώρεση για όσα έχουν συμβεί. Ίσως πάλι γιατί το παραμύθι «ωθεί το ακροατήριον στην ονειροπόληση εξιδανικεύοντας την πραγματικότητα».

Στην πιο πολύτιμη πραμάτεια ο συγγραφέας του μπόρεσε να αποδώσει το ανείπωτο μέσα από μία “φανταστική” προφορική διήγηση με  πολλά και διαδοχικά επεισόδια. Η διαφορά από ένα σύνηθες παραμύθι έγκειται στο ότι η διήγηση αυτή αντανακλά ένα αποτρόπαιο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας. Η διαφορά πάλι με μια τυπική νέα κυκλοφορία είναι ότι ο αναγνώστης αντικρίζει ένα βιβλίο που θα αποτελέσει κλασική επιλογή στο χρόνο. Κι είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα, ότι ψηλαφείς αναγνωστικά στην εποχή της συγγραφής του, μια ιστορία που το ένδυμα της έχει φτιαχτεί με χρώματα ανεξίτηλα στο χρόνο. Ίσως να φαντάζει λίγο υπερβολικό, ίσως πάλι κάπως βιαστικό, όμως πιθανότατα η χορεία των κλασικών μόλις άνοιξε για να υποδεχτεί ένα νέο μέλος της.

 

*ο τίτλος αποτελεί φράση του βιβλίου

 

1