Με αφορμή τον θάνατο του πολυβραβευμένου Τσέχου συγγραφέα, Μίλαν Κούντερα, ένα λογοτεχνικό αφιέρωμα από τον Κωνσταντίνο Προβατά.

 

 Κείμενο: Κωνσταντίνος Προβατάς

 

Μια εκπρόσωπος του εκδοτικού Οίκου Gallimard, εκδότη του Μίλαν Κούντερα στη Γαλλία, δήλωσε ότι ο σπουδαίος αυτός λογοτέχνης έφυγε από τη ζωή «μετά από παρατεταμένη ασθένεια».

«Πέθανε σε ηλικία 94 ετών ο Τσέχος αστέρας της λογοτεχνίας και απόκληρος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο συγγραφέας του “Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι”, ήταν γνωστός για τα σεξουαλικά φορτισμένα μυθιστορήματα που αποτύπωσαν τον ασφυκτικό παραλογισμό της ζωής στην πατρίδα του, την Τσεχοσλοβακία».

Έτσι προλογίζει τον θάνατο του Μίλαν Κούντερα (1929-2023) η «New York Times». Μια εφημερίδα που το 1985 σε συνέντευξή της με τον συγγραφέα, τον προλόγιζε ως εξής:

«Έχει φέρει την Ανατολική Ευρώπη στην προσοχή του δυτικού αναγνωστικού κοινού και το έχει κάνει με γνώσεις που είναι καθολικές ως προς την απήχησή τους. Η έκκλησή του για αλήθεια και η εσωτερική ελευθερία χωρίς την οποία δεν μπορεί να αναγνωριστεί η αλήθεια, η συνειδητοποίησή του ότι αναζητώντας την αλήθεια πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να συμβιβαζόμαστε με τον θάνατο – αυτά είναι τα θέματα που του έχουν κερδίσει την κριτική, συμπεριλαμβανομένου του Βραβείου Λογοτεχνίας της Ιερουσαλήμ για το Freedom of Man in Society που του απονεμήθηκε πριν από δύο εβδομάδες».

Σε μια άλλη συνέντευξή του είχε εκμυστηρευθεί πως:

”Όταν ήμουν μικρό αγόρι με κοντό παντελόνι, ονειρευόμουν μια θαυματουργή αλοιφή που θα με έκανε αόρατο. Μετά ενηλικιώθηκα, άρχισα να γράφω και ήθελα να έχω επιτυχία. Τώρα είμαι επιτυχημένος και θα ήθελα να έχω την αλοιφή που θα με έκανε αόρατο».

 

 

Ο συγγραφέας λοιπόν της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι», στο μυθιστόρημά του «χρονικογραφεί» την εύθραυστη φύση της μοίρας του ατόμου ως μονάδας, ισχυριζόμενος πως η μοναδική ανθρώπινη ζωή είναι ασήμαντη, υπό το Νιτσεϊκό πρίσμα της αυτούσιας αιώνιας επανάληψής της μέσα σ’ ένα άπειρο σύμπαν. Το 1988 ο Αμερικανός σκηνοθέτης Φίλιπ Κάουφμαν δημιούργησε την κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου. Το αποτέλεσμα, ενώ θεωρήθηκε γενικά επιτυχημένο, ενόχλησε αρκετά τον συγγραφέα, με αποτέλεσμα να απαγορεύσει τις διασκευές στα μυθιστορήματά του.

Σίγουρα οι συγκρίσεις και τα δεδομένα μας δείχνουν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Στο «Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης» και πάλι ο συγγραφέας παίζει με τις δικές του μικρές ιστορίες και μάλλον τα στοιχεία της προσωπικότητάς του, όπως ο ίδιος τα βλέπει. Και μάλλον μετά το «Αστείο» αποφάσιζε σιγά σιγά να αφήνει τα πολύ πολιτικά στοιχεία που ήταν και σχετικά άκομψα, κάτι που τον οδήγησαν εξάλλου και εκτός κόμματος στην Τσεχοσλοβακία, να πιάνεται με βαθύτερα νοήματα και να σκιαγραφεί μέσα από αυτά τον εαυτό του.

Για να πάμε πάλι στο «Αστείο», όπου κυριαρχεί ο φόβος του συγγραφέα για την τσέχικη κουλτούρα να χαθεί από τον πολύ σταλινισμό. Το βιβλίο γράφεται το 1965 και προλαβαίνει να κυκλοφορήσει στην Τσεχοσλοβακία το 1967, την εποχή της «Άνοιξης της Πράγας» και του βίαιου τερματισμού της με την εισβολή των σοβιετικών αρμάτων. Το «Αστείο» έγινε ουσιαστικά μια καταγγελία του σοβιετικού σταλινισμού. Έφτασε και στην Ελλάδα το 1971, σε μια εποχή δηλαδή που η χώρα ζούσε μια άλλη δικτατορία, όμως πέρασε τη λογοκρισία της εποχής, αφού στα μάτια των στρατιωτικών κριτικών, κυριάρχησε η αντισταλινική και αντισοβιετική γλώσσα που είχε ο χιουμορίστας Κούντερα. Μια γυναίκα που χαστούκισε ένας άνδρας για εκδίκηση, αφού την αποπλάνησε. Φυσικά όλα τα νοήματα θα μπορούσαν να απηχούν κοινά συναισθήματα για δυστυχισμένους λαούς που έφαγαν πολλά χαστούκια.

 

 

Ο Κούντερα είπε σε συνέντευξή του στο The Paris Review το 1983:

«Η φιλοδοξία της ζωής μου ήταν να ενώσω τη μέγιστη σοβαρότητα της ερώτησης με τη μέγιστη ελαφρότητα της φόρμας. Ο συνδυασμός μιας επιπόλαιας μορφής και ενός σοβαρού θέματος ξεσκεπάζει αμέσως την αλήθεια για τα δράματά μας (αυτά που συμβαίνουν στα κρεβάτια μας αλλά και αυτά που παίζουμε στη μεγάλη σκηνή της Ιστορίας) και την απαίσια ασημαντότητά τους. Βιώνουμε την αφόρητη ελαφρότητα της ύπαρξης».

Αναγνώρισε ότι τα ονόματα των βιβλίων του θα μπορούσαν εύκολα να αλλάξουν.

«Κάθε ένα από τα μυθιστορήματά μου θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Η αφόρητη ελαφρότητα του όντος» ή «Το αστείο» ή «Γελαστοί έρωτες»», είπε. «Αντικατοπτρίζουν τον μικρό αριθμό θεμάτων που με κάνουν εμμονικό, με καθορίζουν και, δυστυχώς, με περιορίζουν. Πέρα από αυτά τα θέματα, δεν έχω τίποτα άλλο να πω ή να γράψω».

Ο Κούντερα επανήλθε στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1956 (είχε εκδιωχθεί αρχικά το 1950), αλλά εκδιώχθηκε ξανά το 1970, επειδή υποστήριξε τη μεταρρύθμιση. Αυτή τη φορά ήταν οριστικό, κάτι που ουσιαστικά τον έσβησε και ως άνθρωπο στην πατρίδα του. Διώχτηκε από τη δουλειά του και, όπως είπε,

«Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να μου προσφέρει άλλη».

Τα επόμενα χρόνια μάζεψε χρήματα ως μουσικός της τζαζ (έπαιζε πιάνο). Μερικές φορές οι φίλοι του κανόνιζαν να γράφει πράγματα με το όνομά τους ή με τα ψευδώνυμά τους. Έτσι έγινε και αρθρογράφος αστρολογίας. Ο Κούντερα είχε πράγματι έφεση στη μελέτη των ωροσκοπίων. Έτσι, όταν ένας συντάκτης περιοδικού του πρότεινε ένα εβδομαδιαίο τεύχος αστρολογίας για αρθρογραφία συμφώνησε, αλλά ζήτησε να πει στη συντακτική επιτροπή ότι ο συγγραφέας θα ήταν ένας λαμπρός πυρηνικός φυσικός που δεν ήθελε να αποκαλυφθεί το όνομά του από φόβο μήπως τον κοροϊδεύουν οι συνάδελφοί του. Και κάπως έτσι κατάφερε να φύγει για τη Γαλλία το 1975.

Όταν τελείωσε ο κομμουνισμός το 1989, ο Κούντερα, που μιλούσε ελάχιστα για την προσωπική του ζωή, ζούσε ήδη στη Γαλλία για 14 χρόνια με τη σύζυγό του, Βέρα Χραμπάνκοβα, αρχικά ως καθηγητής πανεπιστημίου στη Ρεν και μετά στο Παρίσι. Η Τσεχοσλοβακία του είχε ανακαλέσει την υπηκοότητα το 1979 και έγινε Γάλλος πολίτης δύο χρόνια αργότερα. Η Τσεχική Δημοκρατία αποκατέστησε την υπηκοότητα της πατρίδας του το 2019.

Το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο Κούντερα στα τσέχικα, πριν χρησιμοποιήσει γαλλική γλώσσα, ήταν το «Αθανασία», το 1990. Ξεκινώντας από εκεί, τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του ήταν σημαντικά λιγότερο πολιτικά και πιο απροκάλυπτα φιλοσοφικά: «Slowness» (1995), «Identity» (1998) και «Άγνοια» (2000).

Από αυτή τη δεκαετία το πρώτο βιβλίο, η «Αθανασία», με έξυπνες επινοήσεις όπως η φιλία του Χέμινγουεϊ και του Γκαίτε όταν συναντιούνται στον παράδεισο, έτυχε της πιο ευνοϊκής υποδοχής. Στάθηκε μάλιστα μερικές εβδομάδες στη λίστα με τα best-seller των Times.

Εκτός από τα μεγάλα έργα μυθοπλασίας, είχε γράψει διηγήματα και ένα θεατρικό έργο «Ο Ζακ και ο Δάσκαλός του». Ήταν επίσης συγγραφέας δοκιμίων, συμπεριλαμβανομένων πολλών από άλλους συγγραφείς που είχαν εμπνεύσει το έργο του και συγκεντρώθηκαν με τον τίτλο «Η τέχνη του μυθιστορήματος». Σημαντικό να πούμε για τις επιρροές του, όπως ο ίδιος τις κατονόμαζε. Συγγραφείς της Αναγέννησης όπως ο Βοκάκιος, ο Ραμπελέ, ο Ντιντερό και ίσως περισσότερο ο Θερβάντες. Άλλοι συγγραφείς που επηρέασαν το έργο του είναι, μεταξύ άλλων, οι Βιτόλντ Γκομπρόβιτς, Χέρμαν Μπροχ, Φραντς Κάφκα και Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ήταν υποψήφιος αρκετές φορές αλλά δεν επιλέχθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

 

 

Αινιγματικός και ιδιωτικός, και αρκετά γκρινιάρης για τον κρότο και την ακαταστασία της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας, ο Κούντερα ήταν σε μεγάλο βαθμό μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας από το 2000 μέχρι το 2014 που δημιούργησε ένα ακόμη μυθιστόρημα, «Το Φεστιβάλ της Ασημαντότητας », γραμμένο αρχικά στα γαλλικά.

Το 2015 ο δημοσιογράφος Jonathan Rosen, σε άρθρο του στο περιοδικό «The Atlantic» αναρωτήθηκε:

«Είναι ο Κούντερα ένας σκοτεινός προφήτης που μπορεί να ακουστεί να σκέφτεται δυνατά για τη μοίρα μιας καταδικασμένης Ευρώπης»;

 

 

Ο Αρθρογράφος

Είμαι ο Κωνσταντίνος Προβατάς, ερευνητής της ελληνικής μουσικής ιστορίας και παράλληλα αρθρογράφος. Με εξιτάρει η βιογραφική αρθρογραφία όλων των κατευθύνσεων, δεδομένου ότι μελετώ τις προσωπικότητες στο σύνολό τους και όχι μόνο από το έργο τους. Κυρίως αναφέρομαι στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία, αλληλένδετες τέχνες με ποικίλους τρόπους. Παράλληλα μου αρέσει το ραδιόφωνο, από καιρού εις καιρόν μπορεί να βρεθώ να κάνω και εκπομπές αντίστοιχου χαρακτήρα, με όσα παραπάνω δραστηριοποιούμαι. 

 

2